- υποφρούραρχος
- ο заместитель начальника гарнизона; помощник коменданта
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υποφρούραρχος — ο, Ν στρ. ο αμέσως κατώτερος αξιωματικός μετά τον φρούραρχο, αναπληρωτής τού φρουράρχου. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + φρούραρχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως τού Βασιλείου τής Ελλάδος] … Dictionary of Greek
υποφρούραρχος — ο ο αμέσως μετά το φρούραρχο αξιωματικός, ο αναπληρωτής φρουράρχου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υποστρατοφύλαξ — ακος, ὁ, Α υποφρούραρχος στρατοπέδου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + στρατοφύλαξ «διοικητής στρατιωτικού σώματος»] … Dictionary of Greek
Σωτηρόπουλος, Παναγιώτης — Υποσωματάρχης από τη Ναύπακτο, γνωστός και με τα παρωνύμια Κραββαρίτης και Γιώτης. Ήταν ειδικός στην κατασκευή υπόνομων με τις οποίες ανατίναξαν τουρκικά προχώματα. Το Δεκέμβριο του 1825 διορίστηκε υποφρούραρχος στην Κλείσοβα και κατόρθωσε να… … Dictionary of Greek